< 1 ἀναγωγός
ἀνάγωγος >
2 ἀναγωγός
,
-όν
no conducido
,
alejado de
διδάσκοντες ὧν ἀπέχεσθαι προσήκει καὶ ἀναγωγὸν εἶναι τὴν παρθένον
Meth.
Symp
.5.5.